Μία κοιλάδα, ένα σύνολο από χωριά, άγνωστα σε πολύ κόσμο, αλλά με τα περισσότερα και καλύτερα διατηρημένα δείγματα αρχιτεκτονικής με χώμα στην Ελλάδα. Καιρό σκεφτόμουν να τα επισκεφτώ και η ευκαιρία προέκυψε τον περασμένο χειμώνα, σε ένα σύντομο ταξίδι αναψυχής στην ΒΔ Μακεδονία.
Φλεβάρης μήνας μικρή η διάρκεια της μέρας, λίγες οι μέρες του ταξιδιού, περιορισμένο το ενδιαφέρον της συντροφιάς μου για το αντικείμενο της αρχιτεκτονικής με πηλό, ό,τι έπρεπε να γίνει, έπρεπε να γίνει γρήγορα και προφανώς να επιλέξω μόνο ένα χωριό, το γνωστότερο, δηλαδή τον Κρανιώνα. Στην Καστοριά μας είχαν προετοιμάσει για ένα πολύ ενδιαφέρον θέαμα, αλλά και για έναν εξαιρετικά κακοτράχαλο δρόμο, αφού ο κεντρικός είχε κλείσει λόγω κατολίσθησης. Πράγματι η διαδρομή θύμιζε την "ανάβαση στον ουρανό" του Μπουνιουέλ: σε σχετικά λίγα χιλιόμετρα ανεβαίνουμε πολύ σε υψομετρο, ο δρόμος έχει διαλυθεί, δεν είναι απλά λακούβες, αλλά από τον παγετό και τις συστολοδιαστολές έχει φύγει όλη η άσφαλτος και έχουν μείνει τα σκύρα, που απειλούν να τρυπήσουν το σασί από το δικό μας αυτοκίνητο, αλλά και τις ελάχιστες νταλίκες και IX που συναντάμε (κυρίως mercedes με αλβανικές πινακίδες). Σύντομα κατεβαίνουμε και μπαίνουμε σε δάσος φυλλοβόλων, τα οποία βρίσκονται σε νάρκη βέβαια και στο χώμα μία λεπτή στρώση από τις πρόσφατες χιονοπτώσεις. Σε λίγο πέφτουμε στην κοιλάδα των Κορέστιων, αναπάντεχα ήπιο ανάγλυφο, ένα ποτάμι κυλάει, χωράφια περιμένουν να φυτευτούν πάλι με φασόλια και χωριά έρημα με σκόρπια δείγματα χωμάτινης αρχιτεκτονικής.
Στο τέλος της κοιλάδας, φτάνουμε και στον Κρανιώνα. Όπως και τα υπόλοιπα χωριά της περιοχής, ερήμωσε στον Εμφύλιο, με αποτέλεσμα τα σπίτια να μείνουν σχεδόν όπως ήταν και τότε, με ελάχιστες παρεμβάσεις και κάποιες απώλειες από σπίτια που δεν άντεξαν. Εντωμεταξύ η συνοδηγός έχει αποκοιμηθεί από τις συνεχείς στροφές αλλά και το φλεβαριάτικο ήλιο και πρέπει να μπω στο χωριό μόνος μου. Παρκάρω το αυτοκίνητο στην είσοδο του χωριού, φορτώνομαι τις δύο φωτογραφικές στο κάθε χέρι, φιλμάτη και ψηφιακή, και μπαίνω σαν άλλος cowboy στο χώριο. Φτάνω σε ένα μέρος που περίμενα καιρό να επισκεφτώ, να το μελετήσω να μπω στα σπίτια και να φωτογραφήσω, αλλά νιώθω σαν εισβολέας, σαν παρείσακτος. Απόλυτη ησυχία, το παραμικρό αεράκι ταρακουνάει κάποιον μουσαμά ή κάποιον τσίγκο και μεγαλώνει τον αδικαιολόγητο φόβο μου. Παίρνω κάποιες αδιάφορες και γενικές φωτογραφίες, χωρίς να τολμάω να μπω στο εσωτερικό κάποιου σπιτιού, λες και ο ιδιοκτήτης θα επιστρέψει μετά από 60 χρόνια να μου ζητήσει το λόγο. Φτάνοντας σε μία κατηφόρα μία μίνι αγέλη από σκυλιά λιάζεται. Ευτυχώς με βλέπουν από μακριά, αλλά η παρουσία τους οριοθετεί και το όριο της βόλτας μου στο χωριό. Γυρίζω πίσω τελειώνω το φιλμ που βρίσκεται στη φωτογραφική, είμαι πολύ νευρικός για να αλλάξω τώρα άλλο και απροσδόκητα ένα αυτοκίνητο με ένα ζευγάρι τουριστών μπαίνουν στο χωριό και με ρωτάνε πού να δούνε τί. Ξαφνικά η ιδέα πως υπάρχει και άλλη ζωντανή παρουσία στο χωριό με χαλαρώνει. Βγάζω την ψηφιακή και επισκέπτομαι και το υπόλοιπο χωριό, μέχρι το σημείο που βρίσκονται τα σκυλιά βέβαια, είπαμε…!
Πολλά σπίτια του χωριού βρίσκονται σε απροσδόκητα καλή κατάσταση, κάποια έχουν πέσει και κάποια βρίσκονται είναι ετοιμόροπα. Είναι τέτοια η φύση της χωμάτινης αρχιτεκτονικής, που από τη στιγμή που το νερό βρίσκει το πρώτο σπασμένο κεραμίδι, όλα γίνονται σχετικά γρήγορα. Διστάζω να μπω στο εσωτερικό τους γιατί δεν ξέρεις πότε ακριβώς πότε μπορεί να φύγει κάποιο μαδέρι, αλλά φαίνονται από έξω ίχνη χρωμάτων και διακόσμησης σε κάποιους τοίχους. Το πιο εντυπωσιακό είναι πως ό,τι σώζεται είναι χωμάτινο, αφού το χωριό άδειασε στον Εμφύλιο, αν και από ότι μάθαμε κάποια σπίτια χρησιμοποιούνται σαν στάβλοι. Βρίσκομαι σε ένα πλάτωμα του δρόμου και μπροστά μου 4 σπίτια που βρίσκονται σε όλο το πλάτος του οπτικού μου πεδίου, δημιουργούν ένα ξεχωριστό σκηνικό. Δεν γίνεται να μην θαυμάσεις το πως διατηρούνται ασυντήρητα τα σπίτια αυτά τόσα χρόνια, ο μηχανικός μέσα μου αναρωτιέται μήπως είχαν κάποιο μυστικό στον τρόπο δόμησης ή στην αναλογία χώματος που χρησιμοποιούσαν, ο φίλος της ιστορίας κάτω από ποιες συνθήκες έφυγαν, πόσο γρήγορα και πού να βρίσκονται τώρα οι απόγονοι των κατοίκων. Στέκομαι στο πλάτωμα και προσπαθώ να φανταστώ με ποιο τρόπο θα μπορούσαν τα σπίτια και τα χωριά αυτά να συντηρηθούν και να σωθούν. Καθώς ανεβαίνω τις στροφές για να επιστρέψω στην Καστοριά, η φωνή της λογικής μέσα μου απαντάει πως δεν γίνεται να βρεθεί καμία χρήση για τα κτίσματα αυτά, πόσο μάλλον σαν σπίτια, οπότε έριξα μία τελευταία ματιά στην κοιλάδα και ευχήθηκα να καταφέρω να επιστρέψω σύντομα με περισσότερο χρόνο, έτσι ώστε να προλάβω κάποια από τα σπίτια αυτά ακόμα όρθια.
Στο τέλος της κοιλάδας, φτάνουμε και στον Κρανιώνα. Όπως και τα υπόλοιπα χωριά της περιοχής, ερήμωσε στον Εμφύλιο, με αποτέλεσμα τα σπίτια να μείνουν σχεδόν όπως ήταν και τότε, με ελάχιστες παρεμβάσεις και κάποιες απώλειες από σπίτια που δεν άντεξαν. Εντωμεταξύ η συνοδηγός έχει αποκοιμηθεί από τις συνεχείς στροφές αλλά και το φλεβαριάτικο ήλιο και πρέπει να μπω στο χωριό μόνος μου. Παρκάρω το αυτοκίνητο στην είσοδο του χωριού, φορτώνομαι τις δύο φωτογραφικές στο κάθε χέρι, φιλμάτη και ψηφιακή, και μπαίνω σαν άλλος cowboy στο χώριο. Φτάνω σε ένα μέρος που περίμενα καιρό να επισκεφτώ, να το μελετήσω να μπω στα σπίτια και να φωτογραφήσω, αλλά νιώθω σαν εισβολέας, σαν παρείσακτος. Απόλυτη ησυχία, το παραμικρό αεράκι ταρακουνάει κάποιον μουσαμά ή κάποιον τσίγκο και μεγαλώνει τον αδικαιολόγητο φόβο μου. Παίρνω κάποιες αδιάφορες και γενικές φωτογραφίες, χωρίς να τολμάω να μπω στο εσωτερικό κάποιου σπιτιού, λες και ο ιδιοκτήτης θα επιστρέψει μετά από 60 χρόνια να μου ζητήσει το λόγο. Φτάνοντας σε μία κατηφόρα μία μίνι αγέλη από σκυλιά λιάζεται. Ευτυχώς με βλέπουν από μακριά, αλλά η παρουσία τους οριοθετεί και το όριο της βόλτας μου στο χωριό. Γυρίζω πίσω τελειώνω το φιλμ που βρίσκεται στη φωτογραφική, είμαι πολύ νευρικός για να αλλάξω τώρα άλλο και απροσδόκητα ένα αυτοκίνητο με ένα ζευγάρι τουριστών μπαίνουν στο χωριό και με ρωτάνε πού να δούνε τί. Ξαφνικά η ιδέα πως υπάρχει και άλλη ζωντανή παρουσία στο χωριό με χαλαρώνει. Βγάζω την ψηφιακή και επισκέπτομαι και το υπόλοιπο χωριό, μέχρι το σημείο που βρίσκονται τα σκυλιά βέβαια, είπαμε…!
Πολλά σπίτια του χωριού βρίσκονται σε απροσδόκητα καλή κατάσταση, κάποια έχουν πέσει και κάποια βρίσκονται είναι ετοιμόροπα. Είναι τέτοια η φύση της χωμάτινης αρχιτεκτονικής, που από τη στιγμή που το νερό βρίσκει το πρώτο σπασμένο κεραμίδι, όλα γίνονται σχετικά γρήγορα. Διστάζω να μπω στο εσωτερικό τους γιατί δεν ξέρεις πότε ακριβώς πότε μπορεί να φύγει κάποιο μαδέρι, αλλά φαίνονται από έξω ίχνη χρωμάτων και διακόσμησης σε κάποιους τοίχους. Το πιο εντυπωσιακό είναι πως ό,τι σώζεται είναι χωμάτινο, αφού το χωριό άδειασε στον Εμφύλιο, αν και από ότι μάθαμε κάποια σπίτια χρησιμοποιούνται σαν στάβλοι. Βρίσκομαι σε ένα πλάτωμα του δρόμου και μπροστά μου 4 σπίτια που βρίσκονται σε όλο το πλάτος του οπτικού μου πεδίου, δημιουργούν ένα ξεχωριστό σκηνικό. Δεν γίνεται να μην θαυμάσεις το πως διατηρούνται ασυντήρητα τα σπίτια αυτά τόσα χρόνια, ο μηχανικός μέσα μου αναρωτιέται μήπως είχαν κάποιο μυστικό στον τρόπο δόμησης ή στην αναλογία χώματος που χρησιμοποιούσαν, ο φίλος της ιστορίας κάτω από ποιες συνθήκες έφυγαν, πόσο γρήγορα και πού να βρίσκονται τώρα οι απόγονοι των κατοίκων. Στέκομαι στο πλάτωμα και προσπαθώ να φανταστώ με ποιο τρόπο θα μπορούσαν τα σπίτια και τα χωριά αυτά να συντηρηθούν και να σωθούν. Καθώς ανεβαίνω τις στροφές για να επιστρέψω στην Καστοριά, η φωνή της λογικής μέσα μου απαντάει πως δεν γίνεται να βρεθεί καμία χρήση για τα κτίσματα αυτά, πόσο μάλλον σαν σπίτια, οπότε έριξα μία τελευταία ματιά στην κοιλάδα και ευχήθηκα να καταφέρω να επιστρέψω σύντομα με περισσότερο χρόνο, έτσι ώστε να προλάβω κάποια από τα σπίτια αυτά ακόμα όρθια.